- πελίη
- ἡ, Αβλ. πέλεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πελιή — πελιός discoloured by extravasated blood fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελίη — Πελίης masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελίῃ — Πελίης masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελίηι — Πελίῃ , Πελίης masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλεια — και πελίη, ἡ, Α 1. το αγριοπερίστερο 2. στον πληθ. αἱ πέλειαι οι προφήτιδες ιέρειες τής Δωδώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλεια έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *πελύς (πρβλ. λίγεια: λιγύς) και ανάγεται στην ίδια ρίζα *pel / *pol «γκρίζος, φαιός» με… … Dictionary of Greek
χαλεπήρης — ῆρες, και χαλεπηρής, ές, Α (ποιητ. τ.) χαλεπός («ὑβριστῇ Πελίῃ τελέων χαλεπηρὲς ἄεθλον», Μέμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλεπός + ήρης (Ι), πρβλ. λευκ ήρης] … Dictionary of Greek